- σφραγιστός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει πάνω του σφραγίδα.2. καλά κλεισμένος, σφραγισμένος: Πήρε σφραγιστό μπουκάλι με κρασί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφραγιστός — ή, ό / σφραγιστός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει αποτύπωμα σφραγίδας, σφραγισμένος νεοελλ. ερμητικά κλειστός αρχ. 1. (ιδίως) σφραγισμένος με δημόσια σφραγίδα, με την επίσημη σφραγίδα τής πολιτείας 2. σημαδεμένος με… … Dictionary of Greek
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek
χριστοσφράγιστος — ον, Μ εκκλ. αυτός που φέρει τη σφραγίδα τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + σφραγιστός (< σφραγίζω), πρβλ. θεο σφράγιστος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
πολυσφράγιστος — ον, ΜΑ, ιων. τ. πολυσφρήγιστος, ον Α αυτός που έχει σφραγιστεί με πολλές σφραγίδες αυτός δηλ. που έχει ασφαλιστεί καλά («θαλάμοιο πολυσφρήγιστον ὀχῆα», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφραγιστός (< σφραγίζω)] … Dictionary of Greek
ενσφράγιστος — η, ο επίρρ. α 1. που είναι κλεισμένος με σφράγιση, σφραγισμένος, σφραγιστός: Ενσφράγιστος φάκελος. 2. που είναι κλεισμένος σε σφραγισμένο φάκελο ή περικάλυμμα: Η δημοπρασία θα γίνει με ενσφράγιστες προσφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφραγισταί — σφραγιστής sealer masc nom/voc pl σφραγιστός stamped with the public seal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)